Ζωοαρχαιολογία

Το ζωοαρχαιολογικό υλικό (μεγαλοπανίδα) της Νεολιθικής Αυγής: Προκαταρκτικές παρατηρήσεις από τη μελέτη 2012-2013

Η ανάλυση του ζωοαρχαιολογικού υλικού από το νεολιθικό οικισμό της Αυγής συνεχίστηκε το 2012-2013 για χρονικό διάστημα περίπου 3 μηνών. Η επιλογή του υλικού προσανατολίσθηκε σε περιοχές και συνάφειες συνόλων από μελέτες άλλων ομάδων του αρχαιολογικού υλικού (π.χ. κεραμική, λίθινα εργαλεία, αρχαιοβοτανολογία, κτλ.) αλλά και των σχετικών συζητήσεων, που αναπτύσσονται διαρκώς στους κόλπους της ερευνητικής ομάδας της Αυγής. Για την παράλληλη μελέτη υλικών της θέσης επιλέχθηκαν αρχικά σύνολα οστών ζώων από το Δυτικό Τομέα, κυρίως από τις ανοιχτές περιοχές ανάμεσα στα καμένα κτίρια της Αυγής Ι, αλλά και από τους λάκκους της Αυγής ΙΙΙ, στοχεύοντας στην αναζήτηση των διαφορετικών μοτίβων κατανάλωσης και εναπόθεσης των ζωικών καταλοίπων, τόσο σε επίπεδο διαχρονικό όσο και μεταξύ διαφορετικών τύπων επιχώσεων.

Κατά την προκαταρκτική διαλογή του υλικού προς μελέτη, επιλέχθηκαν μόνο οστά που μπορούν να αναγνωριστούν ως προς το είδος ζώου και το ανατομικό μέρος, ενώ παράλληλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για έγκυρη στατιστική ανάλυση και σύγκριση. Τα ανατομικά μέρη που επιλέχθηκαν περιλαμβάνουν τις κάτω γνάθους, τα κέρατα, τις ωμοπλάτες, τις λεκάνες, τα μακρά οστά, καθώς και τα οστά των κάτω άκρων (μεταπόδια και φάλαγγες). Προκειμένου να αποφευχθεί μεθοδολογική αλλοίωση του αριθμού των καταγεγραμμένων οστών, συγκολλήθηκαν όλα τα νέα θραύσματα. Σε κάθε οστό αναγράφηκαν οι πληροφορίες προέλευσής του, έτσι ώστε να είναι εφικτή η ανάμειξη κάποιων συνόλων για την αναζήτηση των μεταξύ τους ταφονομικών σχέσεων. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί περίπου 2000 ΜaxAU  (Μέγιστος Αριθμός Ανατομικών Μερών). Οι πληροφορίες που καταγράφθηκαν για κάθε οστό αφορούν, εκτός από το είδος ζώου και το ανατομικό μέρος, στην ηλικία, την κατάσταση διατήρησης, το φύλο, τις πρακτικές σφαγιασμού, την αποσπασματικότητα και τη βιομετρία. Η επιλογή των παραμέτρων προς καταγραφή σχετίζεται άμεσα με τα ερωτήματα της έρευνας, καθώς οι πληροφορίες αυτές επιτρέπουν τη διερεύνηση των πρακτικών διαχείρισης των εξημερωμένων ζώων αλλά και τις διαδικασίες κατανάλωσης και απόρριψης των ζωικών καταλοίπων.

Παρόλο που η στατιστική ανάλυση είναι ακόμα σε προκαταρκτικό στάδιο, κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις είναι εφικτές. Συγκεκριμένα, η συχνότητα των ειδών ζώων που αναγνωρίστηκαν δε διαφοροποιείται από άλλα γνωστά νεολιθικά σύνολα της Βόρειας Ελλάδας. Τα πρόβατα εμφανίζονται σε μεγαλύτερο ποσοστό, ενώ ακολουθούν τα γουρούνια, οι κατσίκες, οι αγελάδες και οι σκύλοι. Εντοπίστηκαν, επίσης, σε χαμηλά, όμως, ποσοστά κάποια άγρια είδη, κυρίως ελάφια, αγριογούρουνα, αλεπούδες, κτλ. Η κατάσταση διατήρησης των επιμέρους συνόλων συνάδει με τη διαφοροποίηση των περιοχών προέλευσης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τα ποσοστά ιχνών δοντιών σαρκοβόρων είναι υψηλότερα στα σύνολα που προέρχονται από ανοιχτούς/ελεύθερους χώρους, σε σχέση με αυτά από τους λάκκους, υποδηλώνοντας και τη σχετικά άμεση κάλυψη των τελευταίων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρόλα αυτά, παρουσιάζει η σχεδόν ομοιόμορφη κατανομή αρθρωτών /συνανηκόντων οστών ανάμεσα στα διαφορετικά σύνολα, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, υποδεικνύοντας εν μέρει μία ομοιομορφία στις πρακτικές απόρριψης και εναπόθεσης. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι ο αριθμός αρθρωτών ή/και συνανηκόντων οστών επηρεάζεται από την κατάσταση διατήρησης (π.χ. η δράση σαρκοβόρων έχει συνήθως ως αποτέλεσμα την καταστροφή των αρθρώσεων) και κατά συνέπεια πρέπει να συνυπολογιστούν όλες οι παράμετροι πριν γίνει αποδεκτή κάθε διαφαινόμενη διαφοροποίηση ή ομοιότητα μεταξύ διαφορετικών επιχώσεων.

Αντίστοιχα, η ανάλυση των πρακτικών σφαγιασμού είναι άμεσα συνυφασμένη με τα ποσοστά δράσης των σαρκοβόρων, καθώς η καταστροφή των επιφύσεων (αρθρώσεων) των οστών συρρικνώνει το ποσοστό των ιχνών διαμελισμού και ευρύτερα αλλοιώνει την επιφάνεια του οστού, δυσκολεύοντας τον εντοπισμό των ιχνών κοπής. Το ποσοστό των ιχνών κοπής δεν ξεπερνά το 8-10%, υποδεικνύοντας ότι η προετοιμασία των σφαγίων για κατανάλωση γινόταν με μεθόδους που δεν απαιτούν το διαμελισμό τους (π.χ. ψήσιμο σε σούβλα ή σε λάκκο) ή τη χρήση μαγειρικών σκευών μικρού μεγέθους, που θα προϋπέθετε και τη δημιουργία μικρότερων ‘πακέτων’/‘μερίδων’ κρέατος. 

Τέλος, η συζήτηση αναφορικά με τις πρακτικές διαχείρισης των εξημερωμένων ειδών είναι άμεσα συνυφασμένη με την κατασκευή καμπυλών θνησιμότητας. Με βάση τα προκαταρκτικά πορίσματα, προκύπτει ότι τα πρόβατα σφαγιάζονται περίπου στο πρώτο έτος της ζωής τους. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το μεγαλύτερο ποσοστό προβάτων θηλυκού γένους, υποδεικνύει ένα τρόπο διαχείρισης που επικεντρώνεται στην εξασφάλιση κρέατος, χωρίς όμως να μπορεί να αποκλειστεί και η παράλληλη, αν και εμφανώς λιγότερο εντατική, χρήση άλλων δευτερογενών προϊόντων. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν ακόμα επαρκή στοιχεία για την κατασκευή ασφαλών καμπυλών θνησιμότητας για τις κατσίκες και τις αγελάδες. Σε ό,τι αφορά στα γουρούνια, τα περισσότερα είναι θηλυκά, ενώ η ηλικία σφαγής τους τοποθετείται στο δεύτερο ήμισυ του πρώτου έτους ή στο πρώτο έτος ζωής τους, γεγονός που υπαινίσσεται πως η κατανάλωση των γουρουνιών αυτών γινόταν, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, σε επίπεδο πέρα από αυτό του μεμονωμένου νοικοκυριού, δεδομένης της διαθέσιμης ποσότητας κρέατος, αν και αναμφίβολα, για κάποια τμήματα του ζώου θα υπήρχε δυνατότητα αποθήκευσης/επεξεργασίας (κάπνισμα, άλμη, κτλ.), προκειμένου να καταναλωθούν αργότερα. Η περαιτέρω διερεύνηση αυτής της πιθανότητας πρέπει να συσχετιστεί με τον κύκλο αναπαραγωγής των ζώων και την ηλικία σφαγιασμού, που έμμεσα υποδηλώνει και την εποχή σφαγιασμού (χειμώνας, άνοιξη, κτλ.), καθώς υπάρχουν περιορισμοί στη διατήρηση των επεξεργασμένων τμημάτων, δεδομένων των μεγάλων θερμοκρασιών που αναπτύσσονται στον ελληνικό χώρο κατά τους θερινούς μήνες. Σε κάθε περίπτωση η παρουσία μεγαλύτερων ‘τεμαχίων’ κρέατος, όπως υποδηλώνεται από την παρουσία αρθρωτών οστών αλλά και τα χαμηλά ποσοστά ιχνών κοπής, πιθανότατα υποδηλώνει πως η κατανάλωση γινόταν και από αριθμό ατόμων μεγαλύτερο από αυτό μίας οικογένειας. 

  

Εικ. 1. Αρθρωτά/συνανήκοντα οστά αιγοπροβάτων.

 

 

Εικ. 2. Αρθρωτά/συνανήκοντα οστά χοίρων.

 

 

Εικ. 3. Αρθρωτά/συνανήκοντα οστά βοοειδών.

 

Βιβλιογραφία:

Binford, L. R. 1981. Bones: Ancient Men and Modern Myths. New York: Academic Press.

Boessneck, J. 1969. Osteological differences between sheep (Ovis aries Linné) and goats (Capra hircus Linné). In: Brothwell, D. and E. Higgs (eds.) 1969. Science in Archaeology. London: Thames and Hudson: 331-358.

Bull, G. and S. Payne 1982. Tooth eruption and epiphyseal fusion in pigs and wild boar. In: Wilson, B., C. Grigson and S. Payne (eds.) 1982. Ageing and Sexing Animal Bones from Archaeological Sites. BAR British Series 109. Oxford: British Archaeological Reports: 55-71.

Deniz, E. and S. Payne 1982. Eruption and wear in the mandibular dentition as a guide to ageing Turkish Angora goats. In: Wilson, B., C. Grigson and S. Payne (eds.) 1982. Ageing and Sexing Animal Bones from Archaeological Sites. BAR British Series 109. Oxford: British Archaeological Reports: 155-205.

Grant, A. 1982. The use of tooth wear as a guide to the age of domestic ungulates. In: Wilson, B., C. Grigson and S. Payne (eds.) 1982. Ageing and Sexing of Animals from Archaological Sites. Oxford: 91-108.

Greenfield, H. J. 2002. Distinguishing metal (steel and low-tin bronze) from stone (flint and obsidian) tool cut-marks on bone: an experimental approach. In: Mathieu, J. R. (ed.) 2002. Experimental Archaeology: Replicating Past Objects, Behaviours and Processes. BAR International Series 1035. Oxford: British Archaeological Reports: Halstead, P., Collins, P. and V. Isaakidou 2002. Sorting the sheep from goats: morphological distintions between the mandibles and mandibular teeth of adult Ovis and Capra. Journal of Archaeological Science 29: 545-553.

Payne, S. 1985. Morphological distinctions between the mandibular teeth of young sheep, Ovis, and goats, Capra. Journal of Archaeological Science 12: 139-147.

Schmidt, E. 1972. Atlas of Animal Bones For Prehistorians, Archaeologists and Quaternary Geologists. Amsterdam-London-New York: Elsevier Publishing Company.

Στρατούλη, Γ., Μπεκιάρης, Τ., Κατσικαρίδης, Ν. και Β. Τζεβελεκίδη, υπό εκτύπ. Ενσωματώνοντας το παρελθόν, προσδιορίζοντας το παρόν, νοηματοδοτώντας το μέλλον: Αναγνώριση και ερμηνεία πρακτικών δομημένης (εν)απόθεσης στο νεολιθικό οικισμό Αυγής Καστοριάς στη Βόρεια Ελλάδα. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, 100 Χρόνια Προϊστορικής Έρευνας στη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, 21-24 Δεκεμβρίου 2012.

Tzevelekidi, V. 2012. Dressing for Dinner. Bone Butchery and Deposition at Late Neolithic Toumba Kremastis-Koiladas, Northern Greece. BAR International Series 2541.

Tzevelekidi, V., Halstead, P. and V. Isaakidou, in press. Invitation to dinner: animal bone consumption and deposition at Makriyalos in Pieria and Toumba Kremastis-Koiladas in Kozani. Conference proceedings, 100 years of Prehistoric Research in Macedonia, Thessaloniki, 21-24 December 2012.

von den Driesch, A. 1976. A Guide to the Measurement of Animal Bones from Archaeological Sites. Peabody Museum Bulletin 1. Cambridge: Harvard University.

 

Νοέμβριος 2013

Δρ. Βασιλική Τζεβελεκίδη
vasiliki.tzevelekidi@gmail.com
 

Παλαιότερο Κείμενο:

Η ζωοαρχαιολογική μελέτη στο Νεολιθικό Oικισμό της Αυγής Καστοριάς

Οι ανασκαφικές διαδικασίες στο νεολιθικό οικισμό της Αυγής αποκαλύπτουν ένα αξιοσημείωτου μεγέθους σύνολο οστών ζώων. Από την προκαταρκτική μελέτη προκύπτει ότι η πλειονότητα του ζωοαρχαιολογικού υλικού προέρχεται από οικόσιτα ζώα (πρόβατα, κατσίκια, χοίρους και αγελάδες με αντίστοιχη σειρά πυκνότητας), ενώ παράλληλα έχουν αναγνωριστεί και λίγα οστά άγριων ειδών (αγριογούρουνα, ελάφια, αλεπούδες).

Η ανακομιδή του εν λόγω υλικού διεξάγεται με συστηματικό και λεπτομερή τρόπο, με ιδιαίτερη έμφαση στη στρωματογραφική αλληλουχία, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή, σε πρώτο επίπεδο, στο πεδίο κι έπειτα, στη διάρκεια της μελέτης άλλων αρχαιολογικών υλικών (π.χ. κεραμικής), παρέχοντας έτσι ουσιαστικές πληροφορίες για τα συμφραζόμενα (και) του συνόλου οστών.

Ένα από τα στοιχεία που καθιστούν τη μελέτη του συγκεκριμένου υλικού ιδιαίτερα σημαντική, πέρα από το μέγεθός του, αφορά στην ίδια τη μορφή του οικισμού, καθώς πρόκειται για μία εκτεταμένη θέση. Σε αντίθεση με την ανάλυση των συνόλων οστών σε επίπεδο οικισμού, που πραγματοποιείται σε θέσεις αναπτυσσόμενες σε μαγούλες (εξαιτίας της περίπλοκης στρωματογραφίας), η λεπτομερής στρωματογραφική αλληλουχία επιτρέπει την ανάλυση ομάδων οστών από επιμέρους ενότητες του οικισμού (π.χ. εσωτερικό/εξωτερικό οικιών, κοινόχρηστοι χώροι, λάκκοι) και την ανάδειξη των διαφορών ή/και ομοιοτήτων, που υπάρχουν τόσο στην κατανάλωση των ζώων όσο και την εναπόθεση των οστών, σηματοδοτώντας, πιθανότατα, διαφορετικές κοινωνικές, ιδεολογικές ή/και οικονομικές συμπεριφορές των μελών της νεολιθικής κοινότητας. Επιπρόσθετα, η αποκάλυψη λάκκων, οι οποίοι περιείχαν μεγάλη ποσότητα αρχαιολογικού υλικού (π.χ. ολόκληρα αγγεία, λίθινα εργαλεία, παλαιοβοτανολογικό υλικό και οστά ζώων) παραπέμπει σε αποθέσεις ιδιαίτερης ιδεολογικής(;) σημασίας. Κατά συνέπεια, πέρα από τη διερεύνηση αντίστοιχων πρακτικών και συμπεριφορών, δίνεται η δυνατότητα να διερευνηθεί κατά πόσο τα σύνολα οστών ζώων που μελετώνται είναι αντιπροσωπευτικά της καθημερινής οικονομικής δραστηριότητας των νεολιθικών κοινοτήτων, καθώς ολοένα και περισσότερο γίνεται αντιληπτό πως οι αποθέσεις υλικών από ένα κοινωνικό σύνολο υπαγορεύονται τόσο από κανόνες πρακτικής φύσεως (π.χ. θέματα υγιεινής), όσο επίσης και από ζητήματα ιδεολογικής/κοινωνικής χροιάς.

Τα πρώτα στάδια της μελέτης του ζωοαρχαιολογικού συνόλου περιλαμβάνουν την πρωτογενή διαλογή του υλικού που θα μελετηθεί (συμπεριλαμβάνοντας οστά που μπορούν να αναγνωριστούν στο επίπεδο του είδους και ανατομικού μέλους, έτσι ώστε να χρησιμοποιηθούν στις στατιστικές αναλύσεις), τη συντήρηση τους κι έπειτα την αναγραφή των στοιχείων της στρωματογραφικής τους προέλευσης, έτσι ώστε να είναι εφικτό να αναζητηθούν συσχετισμοί μεταξύ διαφορετικών ενοτήτων. Στη συνέχεια, για κάθε οστό θα καταγραφούν πληροφορίες που αφορούν στο είδος, στο ανατομικό μέλος, στην ηλικία, στο φύλο, στην παθολογία, στον τρόπο θραύσης, στα ίχνη κοπής, στην ταφονομία, ενώ τέλος, θα καταγραφούν, όπου φυσικά είναι εφικτό, βιομετρικά στοιχεία. Η επιλογή των ανωτέρω κατηγοριών έγινε με στόχο την άντληση πληροφοριών που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν περισσότερα στοιχεία για τις νεολιθικές κοινότητες τόσο σε επίπεδο οικονομικών δραστηριοτήτων (σύσταση κοπαδιών, είδος ζώων, φύλο, ηλικίες, χρήση των ζώων σε αγροτικές εργασίες), όσο και κατανάλωσης κρέατος (μέγεθος κομματιών κρέατος με βάση τα ίχνη κοπής, οικογενειακή/κοινοτική κλίμακα κατανάλωσης, κατανάλωση συγκεκριμένων ανατομικών μελών και απόρριψη άλλων) καθώς επίσης και κάποιων πτυχών της κοινωνικής ζωής/ιδεολογικής υπόστασης (ιδεολογικά φορτισμένη(;) κατανάλωση ζώων σε ευρεία κλίμακα, σκόπιμη/διαφοροποιημένη εναπόθεση διατροφικών καταλοίπων), πάντα σε συσχετισμό με τα αποτελέσματα των μελετών των υπολοίπων αρχαιολογικών συνόλων.

 

1. www.archaeologyexpert.co.uk/AnimalBones.html

 

 

Βόλος, Οκτώβριος 2008
Βάσω Τζεβελεκίδη

 

Vasiliki Tzevelekidi
The University of Sheffield,
Department of Archaeology and Prehistory,
Northgate House,
West Street,
S1 4ET Sheffield,
 UK

v.tzevelekidi@shef.ac.uk
vasiliki.tzevelekidi@gmail.com