Οικιστικές φάσεις

Αυγή I
Η κατώτερη οικιστική φάση, η αποκαλούμενη Αυγή Ι, περιλαμβάνει την περίοδο της ίδρυσης της θέσης και της συγκρότησης του δομημένου και ευρύτερα του κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντός της. Τα εκτεταμένα στον ανασκαμμένο χώρο κατάλοιπά της ανήκουν σε -επάλληλους ή μη- ορίζοντες οικοδομικής και άλλης δραστηριότητας, που καλύπτουν μια χρονική περίοδο περίπου 600 ετών και χρονολογούνται κατά κύριο λόγο στο δεύτερο μισό της 6ης χιλιετίας (ύστερη Μέση Νεολιθική και πρώιμη Νεότερη Νεολιθική).

Έχουν αποκαλυφθεί -καθ΄ ολοκληρίαν ή τμηματικά- περισσότερα από πέντε κτίσματα, μερικά ευρύχωρα και μάλλον ορθογώνιας κάτοψης με έκταση μέχρι 70 μ2, ανεξάρτητα και με αραιή διάταξη στο χώρο και προσανατολισμό στον άξονα Ανατολής-Δύσης. Τρία τουλάχιστον από αυτά, που το αρχαιολογικό και βιοαρχαιολογικό υλικό από την επίχωση των δαπέδων τους έχει αναλυθεί καλύτερα και υποδεικνύει χώρους επεξεργασίας ή και αποθήκευσης σιτηρών και οσπρίων για άμεση κατανάλωση, μπορούν να αποδοθούν σε επιμέρους νοικοκυριά. Μεταξύ των κτηρίων υπήρχαν μεγάλοι ανοιχτοί χώροι -υπαίθριοι ή και ημι-υπαίθριοι- με κατάλοιπα θερμικών κατασκευών (π.χ. υπέργειοι φούρνοι) και εργαλειακό εξοπλισμό (π.χ. λίθινα τριβεία) για επεξεργασία σιτηρών και τροφοπαρασκευή.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εικόνα της απουσίας ικανού αριθμού κινητών ευρημάτων από το εσωτερικό αρκετών καμένων κτηρίων της Αυγής Ι. Το γεγονός αυτό παραπέμπει σε προγραμματισμένη εκκένωση των κτισμάτων, όταν πιθανόν διαφοροποιούταν ή ολοκληρωνόταν ένας κάποιος ‘κύκλος ζωής’ ενοίκων ή/και κτιρίων, που εν μέρει τουλάχιστον κατέληγε στην αποδόμηση μέσω καύσης ενός πρότερου ιδιωτικού χώρου.

 

Αυγή II
Η ανώτερη οικιστική φάση της θέσης, που συμβατικά αποκαλείται Αυγή ΙΙ, χαρακτηρίζεται από παχύτερους στρωματογραφικούς ορίζοντες. Χρονολογούνται στην 5η χιλιετία (ύστερη Νεότερη Νεολιθική) και απαντούν θαμμένοι κάτω από ένα εκτεταμένο κολλούβιο, που έχει σχηματιστεί μετα-αποθετικά και καλύπτει σήμερα ολόκληρη τη θέση. Το κολλούβιο αυτό, όπως και άλλοι φυσικοί μηχανισμοί διάβρωσης, αλλά και η άροση, σύγχρονη και αρχαία, έχουν συμπαρασύρει όλες τις ανώτερες επιχώσεις του νεολιθικού οικισμού και έχουν ‘αποψιλώσει’ την ανωδομή των αρχιτεκτονικών κατασκευών καθώς και τα δάπεδα των κτηρίων της ανώτερης οικιστικής φάσης του..

Εντούτοις, στα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Αυγής ΙΙ αποτυπώνονται ενδιαφέρουσες και -ως προς την παλαιότερη οικιστική φάση της θέσης- διαφορετικές πρακτικές δόμησης και οργάνωσης του χώρου. Χαρακτηριστικό στοιχείο των νεότερων κτιριακών δομών του νεολιθικού οικισμού είναι η έδραση των πλίνθινων ή και ξυλοπηλόδομων στοιχείων της ανωδομής των κτηρίων σε μια μορφή ‘πελμάτων θεμελίωσης’. Για το σκοπό αυτό οι νεολιθικοί τεχνίτες διάνοιγαν αρχικά στην περίμετρο των αρχιτεκτονικών ή άλλων χωρο-οργανωτικών κατασκευών του οικισμού ‘αύλακες θεμελίωσης’ (αποκαλούνται και ‘θύλακες’, κοίτες’ ή και ‘τάφροι θεμελίωσης’) με τομή σχήματος U και βάθος μεγαλύτερο από 50 εκ. μέσα σε υποκείμενες επιχώσεις και μέχρι του πηλώδους και στέρεου φυσικού εδάφους.

Στη συνέχεια γέμιζαν αυτές τις ‘κοίτες θεμελίωσης’ με μείγμα αργιλικών κυρίως υλικών δημιουργώντας ένα ‘πέλμα’ αυξημένης στεγανότητας, μέσα στο οποίο στερεώνονταν σε πυκνή ή αραιή, γραμμική ή και ζευγαρωτή διάταξη πάσσαλοι με διάμετρο συνήθως 8,0-12,0 εκ. Γωνιακοί και άλλοι πάσσαλοι μεγαλύτερης διαμέτρου, που απαντούν σε ‘θύλακες θεμελίωσης’, ενισχύονταν και από ένα δεύτερο, ομοίως ισχυρό πάσσαλο, τοποθετημένο σε μεγάλο λάκκο, συχνά εξωτερικά ή εσωτερικά της ‘τάφρου θεμελίωσης’, ο οποίος είχε πληρωθεί με αργιλικό μείγμα παρόμοιας σύστασης με εκείνο των ‘αυλάκων θεμελίωσης’.

Στην ανασκαμμένη έκταση της θέσης έχουν αποκαλυφθεί πλήρως ή μερικώς τα κατάλοιπα αρκετών και μεγάλων κτηρίων ορθογώνιας, αλλά και αψιδοειδούς/ ελλειψοειδούς κάτοψης με επιφάνεια έκτασης από 70 μέχρι 85 μ2. Ασυνήθης για τα μέχρι στιγμής δεδομένα της Νεολιθικής στον ελληνικό χώρο είναι η σε στίχους και παράλληλη διάταξη τεσσάρων τουλάχιστον κτηρίων με ΒΑ-ΝΔ κατεύθυνση και φροντισμένη κατασκευή στο κεντροδυτικό τμήμα του οικισμού, τα οποία επιπλέον φαίνεται ότι οριοθετούνταν από παράλληλες προς τον επιμήκη άξονά τους κατασκευές σε ‘τάφρους θεμελίωσης’, εν είδει χωρο-οργανωτικών στοιχείων, όπως άνδηρα-περίβολοι.

Μνείας χρήζει το μεγαλύτερο και στιβαρότερο από αυτά τα κτίσματα, το αποκαλούμενο Κτήριο 2, για το οποίο υπάρχουν σαφή στοιχεία μιας τουλάχιστον ανακατασκευής του στην ίδια ακριβώς θέση και με ελάχιστες αποκλίσεις κατά το μέγεθος και τον προσανατολισμό του. Η ιδιαίτερα στέρεα δόμηση αυτού του κτηρίου οφείλεται στην ενίσχυσή του με σειρές μεγάλων πασσάλων εσωτερικά των ‘τάφρων θεμελίωσης’ και παράλληλα προς τις στενές και μακριές πλευρές του. Τα δομικά αυτά χαρακτηριστικά υποβάλλουν ερωτήματα για την πιθανότητα ύπαρξης ορόφου, καθώς και για την εν γένει χρήση και λειτουργία του ως κτήριο κοινοτικού χαρακτήρα ή, σε αντίθετη περίπτωση, ως ιδιωτικό κτίσμα με ενδείξεις κοινωνικής διαφοροποίησης.
 

Οκτώβριος 2008
Δρ Γεωργία Στρατούλη