Οικοδομική Τεχνολογία

Η μελέτη της οικοδομικής τεχνολογίας μέσω της ανάλυσης των οικιστικών καταλοίπων συντελεί καθοριστικά στην κατανόηση ενός ιδιαίτερα σημαντικού τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας κατά τη Νεολιθική Εποχή. Το νεολιθικό σπίτι έχει, συχνά, προσεγγιστεί ως το βασικό κέντρο παραγωγής, αναδιανομής και κατανάλωσης ενός οικισμού καθώς και ως μία από τις θεμελιώδεις μονάδες χωροταξικής και κοινωνικής οργάνωσης με ποικίλες κοινωνικές και συμβολικές προεκτάσεις. Παράλληλα, όσον αφορά στις ίδιες τις κτηριακές δομές, η νεότερη αρχαιολογική έρευνα προτείνει τη μελέτη τους ως τεχνολογικά προϊόντα συγκεκριμένων κατασκευαστικών πρακτικών (Shaffer 1983; Stevanović 2006; 2007). Μία τέτοιου είδους μελέτη δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στις υλικές διαστάσεις των εκάστοτε δομών (αρχιτεκτονικές φόρμες, κατόψεις, υλικά δομής κ.ά.) και στους ευρύτερα περιοριστικούς παράγοντες που επιδρούν στην τελική τους μορφή (π.χ. περιβάλλον, κλίμα, διαθεσιμότητα πρώτων υλών), αλλά εστιάζει στο σύνολο της διαδικασίας παραγωγής τους. Η κατασκευαστική αυτή διαδικασία αποτελεί, άλλωστε, αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης δράσης και των κοινωνικών σχέσεων και επηρεάζεται άμεσα από τις πολιτισμικές παραδόσεις και αντιλήψεις των εκάστοτε κοινωνιών (Rapoport 1969; Olivier 2003).

Οι κύριες πηγές πληροφόρησής μας για την οικοδομική δραστηριότητα στο νεολιθικό οικισμό Αυγής Ν. Καστοριάς αντλούνται από τα αρνητικά αποτυπώματα των κτηριακών δομών στο χώρο (οπές πασσάλων, λάκκοι και τάφροι/θύλακες θεμελίωσης) καθώς και από τα πολυάριθμα σωζόμενα στοιχεία της ανωδομής. Σημειώνεται ότι η κατάσταση διατήρησης των οικιστικών καταλοίπων της θέσης είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, καθώς έχει αποκαλυφθεί μεγάλος αριθμός κεραμοποιημένων, λόγω ισχυρής καύσης, οικοδομικών πηλών, εκ των οποίων πολλά φέρουν πλήθος αποτυπωμάτων του ξύλινου σκελετού ή ανήκουν σε επιφάνειες των πηλόδομων τοίχων και σε επαλείψεις τους (Εικ. 1, Εικ. 2). Το γεγονός αυτό καθιστά το υλικό της θέσης κατάλληλο όχι μόνο για τη γενική περιγραφή κατόψεων και υλικών δομής, αλλά και για μια πιο λεπτομερή ανάλυση και ερμηνεία των τεχνικών κατασκευής των κτηριακών της δομών. Η μελέτη των εν λόγω καταλοίπων πραγματοποιείται στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής του γράφοντα στο Πανεπιστήμιο του Cardiff. Κατά συνέπεια, τα κατασκευαστικά στοιχεία που παρατίθενται εδώ είναι προκαταρκτικά και ενδέχεται να διαφοροποιηθούν στη συνέχεια. Η ανάλυσή τους βασίζεται, πρωτίστως, στη μακροσκοπική μελέτη των καταλοίπων του αποκαλούμενου Κτηρίου 5 στο Δυτικό Τομέα της ανασκαφής καθώς και σε επιμέρους πληροφορίες από τις λοιπές οικιστικές δομές που αποκαλύφθηκαν κατά τα έτη 2002 έως 2008. Στο παρόν κείμενο, η περιγραφή των οικοδομικών πρακτικών θα ακολουθήσει, σε γενικές γραμμές, τα επιμέρους στάδια της κατασκευαστικής αλυσίδας, ξεκινώντας από την επιλογή και προμήθεια των πρώτων υλών και καταλήγοντας στον τελικό μετασχηματισμό τους.

Η προκαταρκτική μελέτη του υλικού υποδεικνύει ότι η εν γένει μορφή των καταλοίπων του οικισμού εναρμονίζεται σε μεγάλο βαθμό με την αρχιτεκτονική παράδοση της Νεολιθικής στη Βόρεια Ελλάδα και τη Βαλκανική χερσόνησο (Mould & Wardle 2000; Pyke 1996; McPherron & Srejović 1988; Tringham et al 1985; Tringham & Krstić 1990; Lichter 2003 – Εικ. 3). Όσον αφορά στα κύρια γνωρίσματα των κτηρίων/οικημάτων της θέσης, σημειώνεται ότι ανήκουν σε τετράπλευρα πασσαλόπηκτα κτήρια που δομούνται ελεύθερα στο χώρο. Εξαίρεση αποτελεί το αποκαλούμενο Κτήριο 4 στον Δυτικό Τομέα της ανασκαφής που παρουσιάζει αψιδωτή κάτοψη και ανήκει στο νεότερο σωζόμενο οικοδομικό ορίζοντα της Nεότερης Νεολιθικής (NΝ) II της θέσης.

Τα κύρια υλικά δόμησης είναι το ξύλο, ο οικοδομικός πηλός (daub), το νερό για την ανάμειξη του πηλού καθώς και διάφορες πρώτες ύλες φυτικής προέλευσης (άχυρο, καλάμια κ.ά.) που χρησιμοποιήθηκαν τόσο για την κατασκευή της οροφής όσο και ως προσμείξεις στο μείγμα του οικοδομικού πηλού. Αντίθετα, η χρήση της πέτρας για την κατασκευή θεμελίων ή λίθινων ενισχύσεων της ανωδομής (βλ. Mylonas 1929; Mould & Wardle 2000) δεν έχει τεκμηριωθεί σε κανένα από τα ανασκαμμένα κτήρια της θέσης. Εύλογο είναι ότι τα πιο απαιτητικά, ως προς τον όγκο και το βάρος τους, υλικά (ξυλεία, πηλός, νερό) ήταν διαθέσιμα κοντά στη θέση ή στον άμεσο περίγυρό της. Η μελέτη του παλαιοπεριβάλλοντος επιβεβαιώνει τόσο την εγγύτητα του οικισμού σε πηγή ύδατος, όσο και την παρουσία κατάλληλης ξυλείας στην ευρύτερη περιοχή (βλ. Ντίνου 2008). Ως προς τον πηλό, η τοπική του προέλευση έχει συχνά υποστηριχθεί για θέσεις της Β. Ελλάδας, όπως η Νέα Νικομήδεια και o Μακρύγιαλος (Pyke 1996, 49; Pappa & Besios 1999, 182). Στην περίπτωση της Αυγής, αυτή η υπόθεση ενισχύεται τόσο από την καταλληλότητα του φυσικού υπεδάφους της θέσης όσο και από την παρουσία πολυάριθμων λάκκων (απόρριψης ή άλλης φύσης), που ένα μέρος τους θα μπορούσε αρχικά να είχε διανοιχθεί για την εξόρυξη χώματος. Ανάλογες πρακτικές ήταν, άλλωστε, συνηθισμένες στο χώρο της ΝΑ Ευρώπης μέχρι πρόσφατα (Buttler 1936). Επιπλέον, η μελέτη των μακροσκοπικά ορατών προσμείξεων (ανόργανων και οργανικών) των τμημάτων οικοδομικού πηλού υποδεικνύει τη χρήση επιχώσεων που έχουν υποστεί ανθρωπογενή επίδραση. Σε κάθε περίπτωση, το ενδεχόμενο επιλεκτικής προμήθειας πηλού διαφορετικής σύστασης από πιο απομακρυσμένες πηγές, όπως και η σχέση μεταξύ της σύστασης του πηλού και της χρήσης του σε διαφορετικά τμήματα της ανωδομής ή σε διαφορετικές κατασκευές θα πρέπει να ελεγχθεί και μικροσκοπικά.

Μετά τη συγκέντρωση των απαιτούμενων πρώτων υλών, ακολουθούσε η θεμελίωση των κτηρίων. Στον παλαιότερο οικιστικό ορίζοντα της θέσης (Αυγή Ι) η θεμελίωση των οικημάτων περιλάμβανε, πιθανότατα, φέροντες πασσάλους, μεγάλης σχετικά διαμέτρου, που εμπήγονταν απευθείας στο έδαφος. Παρόλα αυτά, σημειώνεται ότι ο μικρός αριθμός των οπών πασσάλων που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να συνδεθούν με τα φέροντα στοιχεία των κτηρίων γεννά προβληματισμό ως προς τις ακριβείς τεχνικές θεμελίωσης. Σε αντίθεση, πάντως, με αυτή την πρακτική, οι τεχνικές θεμελίωσης στο νεότερο ορίζοντα του οικισμού (Αυγή ΙΙΙ) περιλαμβάνουν βαθιές αύλακες, διατομής σχήματος U και πλάτους περίπου 0.50 μ. Μέσα σε αυτές τις αύλακες διανοίγονται οι οπές πασσάλων της τοιχοδομίας σε διάφορες διατάξεις (σειρές πυκνά ή αραιά τοποθετημένων πασσάλων σε μονή ή ζευγαρωτή διάταξη – Στρατούλη 2005). Επιπλέον, στο εσωτερικό ορισμένων κτηρίων (π.χ. Κτήριο 2β) διανοίγονται λάκκοι για τη στερέωση/έμπηξη μεγάλων πασσάλων που θα πρόσφεραν μεγαλύτερη ενίσχυση στη στήριξη της ανωδομής και της στέγης (Στρατούλη & Μπεκιάρης 2008). Η σημασία αυτής της διαφοροποίησης στις τεχνικές θεμελίωσης των δύο οικιστικών οριζόντων παραμένει ανοιχτή προς διερεύνηση. Είναι, πάντως, πιθανό να σχετίζεται με τη στατικότητα των κτηρίων και να αντανακλά, ενδεχομένως, την ανέγερση στιβαρότερων κτισμάτων στη νεότερη φάση του οικισμού.

Όσον αφορά στη στέγαση των κτηρίων υποστηρίζεται συχνά ότι οι στέγες των νεολιθικών οικιών ήταν δίρρηχτες, καλυμμένες με καλάμια ή άχυρο, με ή χωρίς επικάλυψη πηλού (Εικ. 4). Μια τέτοια αποκατάσταση ενισχύεται τόσο από τα πήλινα ομοιώματα οικιών της Νεολιθικής, όσο και από ορισμένα τμήματα στεγανοποιητικού πηλού επικάλυψης με αποτυπώματα άχυρων/καλαμιών από θέσεις της Βόρειας Ελλάδας (π.χ. Σέρβια) και των όμορων περιοχών (Θεσσαλία, Βαλκάνια). Στην περίπτωση της Αυγής, η εν εξελίξει μελέτη των καμένων τμημάτων οικοδομικού πηλού δεν έχει αποσαφηνίσει το εν λόγω ζήτημα. Υποθέτουμε ότι κάποια τμήματα μικρού πάχους με αποτυπώματα σανιδιών ή κλαδιών θα μπορούσαν να ανήκουν στη στέγη. Παρόλα αυτά, υπάρχουν άφθονα εθνογραφικά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η επάλειψη της αχυροσκεπής με πηλό δεν είναι απαραίτητη για τη στεγανοποίηση του κτηρίου.

Πιο διαφωτιστικές είναι οι πληροφορίες που αντλούνται για την κατασκευή του ξύλινου σκελετού. Η μελέτη του υλικού του Κτηρίου 5 και άλλων κτηριακών δομών της Αυγής Ι καθιστά σαφές ότι μία από τις βασικές τεχνικές δόμησης του ξύλινου σκελετού περιλαμβάνει κατακόρυφους κυλινδρικούς πασσάλους μεσαίας διαμέτρου (0.06-0.10 μ.) και κομμένα ξύλα ανάλογων διαστάσεων, τοποθετημένα παράλληλα και το ένα δίπλα στο άλλο (Εικ. 5). Σε αρκετές περιπτώσεις μαρτυρείται η αφαίρεση του φλοιού των ξύλινων αυτών στοιχείων πριν την τελική τους τοποθέτηση, γεγονός που συνδέεται με την καλύτερη προστασία τους από τις καιρικές συνθήκες και τα ξυλοφάγα έντομα. Άλλα τμήματα με αποτυπώματα κλαδιών και άλλων φυτικών υλών υποδεικνύουν τη χρήση μικρότερων στοιχείων για την επιπλέον ενίσχυση του ξύλινου σκελετού και το δέσιμο των επιμέρους τμημάτων του. Προβληματικός παραμένει, πάντως, ο ακριβής τρόπος με τον οποίο εδράζονται στο έδαφος οι εν λόγω τοίχοι. Η σχεδόν παντελής απουσία οπών που θα μπορούσαν να συνδεθούν με τον πυκνό ξύλινο σκελετό της τοιχοποιίας οδηγεί στη σκέψη ότι οι κατακόρυφοι αυτοί πάσσαλοι δεν εμπήγονται απευθείας στο έδαφος αλλά, αντίθετα, πατούν σε ένα πηλόδομο ή ακόμη και ξύλινο «πόδι». Επιπλέον, είναι αμφίβολο εάν η τεχνική αυτή εφαρμόζεται σε όλο το μήκος του τοίχου ή εάν αποτελεί στοιχείο ενίσχυσης μίας τεχνικής σύνθετου «pisé».    

Σε κάθε περίπτωση, παράλληλα με την τεχνική των παράλληλα τοποθετημένων πασσάλων, ένας ικανός αριθμός τμημάτων οικοδομικού πηλού επιβεβαιώνει την εφαρμογή της τεχνικής wattle-and-daub, δηλαδή τη χρήση πλέγματος κλαδιών με διάμετρο μικρότερη των 0.02-0.025 μ. ανάμεσα σε κατακόρυφες, μεσαίας διαμέτρου δοκούς (Εικ. 6). Η εν λόγω τεχνική, αν και συχνά αναφέρεται ως η κατεξοχήν τεχνική δόμησης του βορειοελλαδικού χώρου δεν έχει τεκμηριωθεί σε θέσεις, όπως η Νέα Νικομήδεια και τα Σέρβια (Rodden 1965; Pyke 1996, 41; Mould & Wardle 2000, 80). Αντίθετα, το υλικό της Αυγής και άλλων θέσεων (π.χ. Ντικιλί-Τας Ν. Δράμας, Μάκρη Ν. Έβρου) υποδεικνύει τη συνύπαρξη διαφορετικών τεχνικών δόμησης τόσο στον ίδιο οικισμό όσο και στο ίδιο κτίσμα (Martinez 1999). Στην περίπτωση, μάλιστα, του Κτηρίου 5 της νεολιθικής Αυγής το μικρότερο πάχος των τμημάτων με αποτύπωμα πλέγματος κλαδιών και το γεγονός ότι σώζουν συχνά το επίχρισμά τους, οδηγεί στη σκέψη ότι ανήκουν σε εσωτερικά διαχωρίσματα ή σε κάποιο ανώτερο τμήμα του εξωτερικού τοίχου που είναι προστατευμένο από την επίδραση της βροχής (π.χ. κοντά στη στέγη). Παρόλα αυτά, η προκαταρκτική μελέτη του υλικού άλλων κτηρίων του αρχαιότερου ορίζοντα της θέσης δε φαίνεται να συμφωνεί απόλυτα με αυτή την παρατήρηση. Η πιθανότητα, άλλωστε, να αποτελούν οι δύο αυτές τεχνικές στοιχεία διαφορετικών τμημάτων του ίδιου τοίχου βρίσκεται υπό εξέταση.

Ενδιαφέρον, ως προς τις τεχνολογικές επιλογές και τις δεξιότητες των κατοίκων του οικισμού παρουσιάζει ο εντοπισμός πολλών τμημάτων με αποτυπώματα «σανιδιών» ή κομμένων ξύλων (Εικ. 7). Η κατασκευή τους, που είναι γνωστή και από άλλους οικισμούς της Νεολιθικής, αποκαλύπτει μία πολύπλοκη κατασκευαστική αλυσίδα στην προετοιμασία των ξύλινων στοιχείων του σκελετού. Αν και το σύνολο των τμημάτων με αποτύπωμα «σανιδιών» δεν προέρχεται αναγκαστικά από το ίδιο τμήμα της ανωδομής, η πιθανότερη χρήση τους συνδέεται με την επιπλέον επένδυση των τοίχων και της στέγης.

Την κατασκευή του πυκνού ξύλινου σκελετού ακολουθεί το γέμισμα και η επάλειψή του με επάλληλες στρώσεις οικοδομικού πηλού αναμεμειγμένου με φυτικές προσμείξεις, όπως άχυρα και λέπυρα (Εικ. 8). Η παρουσία των λοιπών μακροσκοπικά ορατών προσμείξεων (όστρακα κεραμεικής, βότσαλα, όστρεα κ.ά.) κρίνεται, προς το παρόν, τυχαία και συνδέεται, ενδεχομένως, με εκούσιες ή ακούσιες επιλογές στον τρόπο εξόρυξης και καθαρισμού του πηλού. Σε κάθε περίπτωση, τα πολυάριθμα τμήματα των κεραμοποιημένων τμημάτων της ανωδομής με διαδοχικές στρώσεις πηλού επάλειψης και λεπτότερων (διαφορετικής, πιθανώς, σύστασης) επιχρισμάτων μαρτυρούν την περιοδική και επιμελημένη ανανέωση ή επισκευή της ανωδομής.

Σχετικά με τα δάπεδα των κτηρίων, επισημαίνεται ότι στην Αυγή έχουν επιβεβαιωθεί, μέχρι στιγμής, δύο βασικές τεχνικές κατασκευής. Η πρώτη περιλαμβάνει την επίστρωση του δαπέδου ή μέρους του με αργιλικό υλικό (μείγμα πηλού), ενώ η δεύτερη είναι η ευρέως γνωστή τεχνική της «πατημένης γης». Αντίθετα, δεν έχουν εντοπιστεί δάπεδα από κορμούς δέντρων επικαλυμμένων με πηλό, που είναι αρκετά διαδεδομένα στα Βαλκάνια αλλά και στο βορειοελλαδικό χώρο. Παρόλα αυτά, δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση διαμόρφωσης των δαπέδων με τη χρήση ξύλινων στοιχείων (π.χ. σανιδιών), που δεν θα άφηναν ορατά κατάλοιπα στο χώρο.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι το υπό μελέτη υλικό έχει ήδη προσφέρει πλήθος πληροφοριών για την οικοδομική τεχνολογία της Νεολιθικής, ιδιαίτερα εκείνης της ώριμης 6ης χιλιετίας (Αυγή Ι). Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι τα οικιστικά κατάλοιπα της Νεολιθικής Αυγής αντανακλούν μία πολυεπίπεδη κατασκευαστική αλυσίδα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η μέχρι στιγμής ανάλυση έχει τεκμηριώσει την παρουσία δύο βασικών τεχνικών κατασκευής του ξύλινου σκελετού. Αυτές περιλαμβάνουν α) κλαδιά πλεγμένα ανάμεσα σε αραιά τοποθετημένες κατακόρυφες δοκούς (wattling) και β) κατακόρυφους πασσάλους τοποθετημένους ο ένας δίπλα στον άλλο. Παρόλα αυτά, τα σωζόμενα τμήματα κεραμοποιημένου οικοδομικού πηλού υποδεικνύουν ότι εφαρμόζονται παράλληλα τόσο παραλλαγές των παραπάνω τεχνικών (π.χ. σανίδες ή κλαδιά/καλάμια τοποθετημένα παράλληλα αλλά χωρίς να πλέκονται ανάμεσα στα κατακόρυφα στοιχεία) όσο και εναλλακτικές τεχνικές τοιχοποιίας (π.χ. τεχνική στοιβαχτού αχυροπηλού/pisé). Είναι μάλιστα σαφές ότι ακόμη και στην ίδια κτηριακή δομή υπάρχει συνδυασμός περισσότερων της μίας τεχνικών (π.χ. wattle-and-daub και «σύνθετο pisé»). Επιπλέον, είναι φανερό ότι μεταξύ των διαφόρων κτηρίων του ίδιου οικιστικού ορίζοντα παρατηρούνται στοιχεία ομοιογένειας, όπως και επιμέρους διαφοροποιήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε ένα από τα κτήρια της θέσης παρουσιάζει ιδιαιτερότητες που εντοπίζονται, κατά περίπτωση, στην εφαρμογή συγκεκριμένων τεχνικών θεμελίωσης και τοιχοδομίας ή κατασκευής δαπέδων.     

Ο εντοπισμός και η ερμηνεία αυτών των ανομοιογενών χαρακτηριστικών στα επιμέρους στάδια της κατασκευαστικής αλυσίδας αποτελεί βασικό ζητούμενο της έρευνας. Στην προσπάθεια αυτή, η συνήθης χρήση γενικευτικών περιγραφικών όρων, όπως wattle-and-daub ή pisé, είναι δυνατόν να συσκοτίσει την υπάρχουσα ποικιλομορφία και να οδηγήσει σε μία πλασματική εικόνα για το υλικό. Η οικοδομική τεχνολογία, εξάλλου, όπως και οι λοιπές εκφράσεις του υλικού πολιτισμού, δεν ακολουθεί απαραίτητα προκαθορισμένες «συνταγές», ούτε είναι υποχρεωτικά συντηρητική και στατική. Ως αναπόσπαστο τμήμα της ανθρώπινης κοινωνικής δράσης βρίσκεται συνεχώς υπό διαμόρφωση και έτσι οφείλει να αντιμετωπιστεί. Η λεπτομερής και σε βάθος μελέτη των οικοδομικών πρακτικών και, κυρίως, η προσέγγισή τους σε διαφορετικές κλίμακες ανάλυσης (κτηριακή δομή, οικισμός, ευρύτερη γεωγραφική περιοχή κ.ά.) είναι δυνατόν να οδηγήσει στην αποκάλυψη όλων εκείνων των δυναμικών που εμπλέκονται στην κατασκευαστική διαδικασία.

 

Κατάλογος εικόνων

Εικ.1. Οικοδομικά κατάλοιπα του Κτηρίου 5 (Αυγή Ι) στον Δυτικό Τομέα της θέσης (Αρχείο ανασκαφών νεολιθικού οικισμού Αυγής Ν. Καστοριάς, ΙΖ΄ΕΠΚΑ, φωτό: Γ. Βλάχος).

Εικ.2. Οικοδομικά κατάλοιπα των Κτηρίων 1 και 7 (Αυγή Ι) στον Ανατολικό Τομέα της θέσης (Αρχείο ανασκαφών νεολιθικού οικισμού Αυγής Ν. Καστοριάς, ΙΖ΄ΕΠΚΑ, φωτό: Γ. Βλάχος).

Εικ.3. Σχεδιαστικές και πειραματικές αναπαραστάσεις νεολιθικών οικιών από τη Βόρεια Ελλάδα και τα Βαλκάνια: a) Νέα Νικομήδεια (Rodden 1965, σελ.87), b) Οικομουσείο Δισπηλιού (Αλματζή 2002, σελ. 28), c) Sopot, Κροατία (Balen 2010, Fig. 6.3, σελ. 58), d) Vadastra, Ρουμανία (Gheorghiu 2004, Fig. 1).

Εικ.4. Η κατασκευή και κάλυψη της αχυροσκεπής: a) πειραματική οικία στην περιοχή Vadastra της Ρουμανίας (Gheorghiu 2010, Fig.11.7, σελ. 98, b,c) παραδοσιακή καλύβα στον οικισμό της Σαρακηνής Ν. Ροδόπης (Ευστρατίου 2002, Eικ. 99, σελ. 388; Eικ.108, σελ. 392).

Εικ.5. Τμήματα οικοδομικού πηλού με αποτυπώματα κατακόρυφων δοκαριών (φωτό: Δ. Κλουκίνας).

Εικ.6. Τμήματα οικοδομικού πηλού με αποτυπώματα κομμένου ξύλου ή σανίδας (φωτό: Δ. Κλουκίνας).

Εικ.7. Τμήματα οικοδομικού πηλού με αποτυπώματα πλέγματος κλαδιών/καλαμιών (φωτό: Δ. Κλουκίνας).

Εικ.8. Η προετοιμασία του οικοδομικού πηλού και η επικάλυψη του ξύλινου σκελετού: a, b) παραδοσιακή καλύβα στον οικισμό της Σαρακηνής Ν. Ροδόπης (Ευστρατίου 2002, Eικ. 110 και 111, σελ. 393), c) πειραματική κατασκευή στην περιοχή του νεολιθικού οικισμού Ντικιλί-Τας Ν. Δράμας (Martinez 1999, Fig. 9, σελ. 68).  

   

Βιβλιογραφία

Αλματζή, Α. 2002. Γενικά για τους πολιτισμούς του νερού. Στο Γ.Χ. Χουρμουζιάδης (επ. επιμ.) Δισπηλιό 7500 χρόνια μετά, 25–35. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Balen, J. 2010. Building techniques during the Neolithic and Eneolithic in Eastern Slavonia. Στο D. Gheorghiu (ed.) Neolithic and Chalcolithic archaeology in Eurasia: building techniques and spatial organization, 55–61. Oxford: Archaeopress.  

Buttler, W. 1936. Pits and pit-dwellings in Southeast Europe. Antiquity 10, 25–36.

Ευστρατίου, Ν. 2002. Εθνοαρχαιολογικές αναζητήσεις στα Πομακοχώρια της Ροδόπης. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.

Gheorghiu, D. 2004. Project Vadastra: 2004 pictures. Στο http://www.pcrg.org.uk/Articles/vadastra_page.htm

Gheorghiu, D. 2010. The technology of building in Chalcolithic Southeastern Europe. Στο D. Gheorghiu (ed.) Neolithic and Chalcolithic archaeology in Eurasia: building techniques and spatial organization, 95–100. Oxford: Archaeopress.

Lichter, C. 2003. Untersuchungen zu den Bauten des sudeuropäischen Neolithikums und Chalkolithikums. Erlbach: Verlag Marie L. Leidorf.

Martinez, S. 1999. A new look at house construction techniques: current research at Dikili Tash, Neolithic site of Eastern Macedonia. ΑΕΜΘ 13, 63–8.  

McPherron, A. & Srejović, D. (eds.). 1988. Divostin and the Neolithic of Central Serbia. Pittsburgh: Kragujevac.

Mould, C.A. & Wardle, K.A. 2000. The architectural remains. Στο C. Ridley, K.A. Wardle και C.A. Mould (eds.) Servia I. Anglo-Hellenic Rescue Excavations 1971-1973, 71–107. The British School at Athens, Supplementary Vol. 32.

Mylonas, G. E. 1929. Excavations at Olynthus I: the Neolithic settlement. Baltimore: John Hopkins Press.

Ντίνου, Μ. 2008. Η εφαρμογή της ανθρακολογίας στο νεολιθικό οικισμό της Αυγής. Στο http://www.neolithicavgi.gr/?page_id=116&langswitch_lang=el

Olivier, P. 2003. Dwellings: the vernacular house worldwide. London and New York: Phaidon.

Pappa, M. & Besios, M. 1999. Makriyalos, Northern Greece: preliminary report on the 1993-1995 excavations. Journal of Field Archaeology 26, 177–95.

Pyke, G .1996. Structures and architecture. Στο R.J. Rodden και A.K. Wardle (eds.), Nea Nikomedeia I. The Excavation of an Early Neolithic Village in Northern Greece 1961-1964. The Excavation and the Ceramic Assemblage, 39-54. The British School at Athens, Supplementary Vol. 25.

Rapoport, A. 1969. House form and culture. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall Inc.

Rodden, R.J. 1965. An Early Neolithic village in Greece. Scientific American 212, 83–91.

Shaffer, M.D. 1983. Neolithic building technology in Calabria, Italy. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. State University of New York at Binghamton.   

Stevanović, M. 1996. The age of clay: the social dynamics of house destruction. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. UC Berkeley.

Stevanović, M. 1997. The age of clay: the social dynamics of house destruction. Journal of Anthropological Archaeology 16, 334–95.

Στρατούλη, Γ. 2005. Μεταξύ πηλών, πλίνθων και πασσάλων, μαγνητικών σημάτων και αρχαιολογικών ερωτημάτων: τάφροι οριοθέτησης και θεμελίωσης στον νεολιθικό οικισμό Αυγής Καστοριάς. ΑΕΜΘ 19, 595–606.

Στρατούλη, Γ. & Μπεκιάρης, Τ. 2008. Αυγή Καστοριάς: στοιχεία της βιογραφίας του νεολιθικού οικισμού. ΑΕΜΘ 22 (τυπώνεται).

Tringham, R., Brukner, B. & Voytek, B. 1985. The Opovo project: a study of socio-economic change in the Balkan Neolithic. Journal of Field Archaeology 12, 425–44.

Tringham, R. & Krstić, D. (eds.). 1990. Selevac: a Neolithic village in Yugoslavia. Los Angeles: Institute of Archaeology Press.

 

Αύγουστος 2011

Δημήτρης Κλουκίνας
Υποψήφιος Δρ Προϊστορικής Αρχαιολογίας
Department of Archaeology & Conservation
Cardiff University
KloukinasD@cardiff.ac.uk